- Ερεχθειδης
- Ἐρεχθείδης-ου ὅ Эрехтид, потомок Эрехтея, перен. афинянин Pind., Soph., Eur., Arph., Dem.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἐρεχθείδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρεχθειδᾶν — Ἐρεχθείδης masc gen pl (doric aeolic) Ἐρεχθεῖδαι Temple of Erechtheus masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρεχθειδῶν — Ἐρεχθείδης masc gen pl Ἐρεχθεῖδαι Temple of Erechtheus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρεχθείδαις — Ἐρεχθείδης masc dat pl Ἐρεχθεῖδαι Temple of Erechtheus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρεχθείδαισιν — Ἐρεχθείδης masc dat pl (epic ionic aeolic) Ἐρεχθεῖδαι Temple of Erechtheus masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρεχθείδη — Ἐρεχθείδης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρεχθείδην — Ἐρεχθείδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρεχθείδῃσιν — Ἐρεχθείδης masc dat pl (epic ionic) Ἐρεχθεῖδαι Temple of Erechtheus masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρεχθείδας — Ἐρεχθείδᾱς , Ἐρεχθείδης masc acc pl Ἐρεχθείδᾱς , Ἐρεχθείδης masc nom sg (epic doric aeolic) Ἐρεχθείδᾱς , Ἐρεχθεῖδαι Temple of Erechtheus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… … Dictionary of Greek
Ἐρεχθείδαι — Ἐρεχθείδᾱͅ , Ἐρεχθείδης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)